Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Ποντιακή διάλεκτος


Η ιστορία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού. Μελετήθηκε και εξακολουθεί να ερευνάται όσο καμία άλλη νεοελληνική διάλεκτος, κι όσοι την μιλούν δίνουν μάχη για να την κρατήσουν ζωντανή. Άλλωστε οι λέξεις της, οι ιδιωματισμοί της, αντικατοπτρίζουν τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες έζησαν οι ελληνόφωνοι κάτοικοι στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Και κανείς δεν θέλει να ξεχάσει. Ο Πόντος έχει μνήμη! Η ποντιακή διάλεκτος μαζί με την καππαδοκική αποτελούν τα λεγόμενα μικρασιατικά ιδιώματα. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή, με τη διαμόρφωσή της να χρονολογείται στον 7ο ή τον 8ο π.Χ. αιώνα. Αναφερόμενος στα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πιο σύγχρονη μορφή της, ο γλωσσολόγος Δημοσθένης Οικονομίδης (1958, σ. 5) γράφει ότι «αφού ως η νέα λαλουμένη ελληνική καθόλου υπέκυψε και αύτη εις την κοινήν λεγομένην ελληνικήν ολίγα τινά μόνον στοιχεία εκ της ιωνικής διασώσασα, ικανά όμως άλλα αρχαιοπινή, προσέλαβεν έπειτα και πολλάς λέξεις και πολλούς γραμματικούς τύπους εκ της μεσαιωνικής και της βυζαντιακής γλώσσης, από δε της αλώσεως και πολλάς κατ’ ανάγκην τουρκικάς λέξεις, τας οποίας και σήμερον έτι διατηρεί τινάς μεν αυτουσίους, τινάς δε μετά καταλήξεων ελληνικών κατά τους ιδίους αυτής γραμματικούς κανόνας».


Η ποντιακή αποτελούσε κώδικα προφορικής παράδοσης τον οποίον οι ομιλητές του ονόμαζαν ρωμέικα ή λαζικά. Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει η καταγραφή διαλεκτικών κειμένων, ενώ με την ίδρυση του Αρχείου Πόντου η καταγραφή είναι πλέον πιο συστηματική (1928). Ωστόσο καταγραφή με το σύγχρονο φωνητικό σύστημα έχουμε μετά το 1980 (Drettas 1999).

Επειδή ακριβώς η ποντιακή διάλεκτος είχε απλωθεί σε εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο –ποντιακά μιλούσαν και έποικοι από τον Πόντο στις παραμεθόριες με την Τουρκία περιοχές του Καυκάσου (Καρς, Βατούμ) και της νότιας Ρωσίας (Κράσνονταρ, Ζντανόφ)–, είχε διαχωριστεί σε διάφορα ιδιώματα.

Ο αρχιμανδρίτης, φιλόλογος, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών Άνθιμος Παπαδόπουλος κάνει λόγο για τα ιδιώματα:

-Τραπεζούντας, Ματσούκας, Σάντας και Χαλδίας,
-Κερασούντας και Τρίπολης,
-Όφεως και Σουρμένων,
-Οινόης,
-Αμισού (Σαμψούντας),
-Ινέπολης,
-Κοτυώρων, Σινώπης και Νικόπολης.

Από την πλευρά του ο πρωτοπόρος γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938, 1981) διακρίνει την ποντιακή σε τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: τα οινουντιακά, τα τραπεζουντιακά και τα χαλδιώτικα.

Κατά τον καθηγητή Νεοελληνικής Γλώσσας, Δημήτρη Ε. Τομπαΐδη «η κατάταξη των ποντιακών ιδιωμάτων με βάση το ισόγλωσσο “τελικό ν” που επιχείρησε και ο Α. Α. Παπαδόπουλος δίνει την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της διαλεκτικής διαφοροποίησης στον ποντιακό χώρο». Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το παιδίν, την ημέραν, τον κύρην, επαίρεν κ.ά., ή όταν εμφανίζεται προσθετικά το ν όπως στις λέξεις το στόμαν, ο βασιλέαν, ο Γιάννεν κ.ά.

Η ποντιακή διάλεκτος έχει ενσωματώσει πολλά στοιχεία από τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή – τουρκική, κουρδική, αρμενική, γεωργιανή, ελλαδική ελληνική. Έτσι έχει πολλές ιδιωματικές λέξεις που δεν υπάρχουν στη νεοελληνική κοινή ή σε άλλες διαλέκτους με την ίδια ρίζα. Ο Δρ. Νικολάος Γ. Κοντοσόπουλος, διδάκτωρ φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών, αναφέρει ότι η ποντιακή ανήκει στη ζώνη του είντα και όχι του τι (2000).



Η πρώτη διδακτορική διατριβή για τα Ποντιακά
Η αγάπη και η ανάγκη των Ποντίων να κρατήσουν τη γλώσσα ζωντανή είναι φανερή, σε όποια πηγή κι αν ανατρέξει κανείς. Χαρακτηριστικό είναι ότι ήδη από το 1888 εκπονήθηκε διδακτορική διατριβή στην Ποντιακή διάλεκτο.

Ο συγγραφέας της δεν είναι άλλος από τον Δημοσθένη Οικονομίδη, διακεκριμένο γλωσσολόγο από την Αργυρούπολη του Πόντου. Το διδακτορικό, με τίτλο Lautlehre des Pontischen (Η φωνητική της Ποντιακής), εγκρίθηκε με έπαινο από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας και βραβεύτηκε από το Ινστιτούτο Γ. Κουρτίου με 300 χρυσά μάρκα. Ο Οικονομίδης ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας τον Αύγουστο του 1888.



Η ποντιακή διάλεκτος σήμερα
Σήμερα η διάλεκτος των Ελλήνων του Πόντου, αν και δεν υφίσταται με τη γεωγραφική της έννοια, εξακολουθεί να συναντάται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Κυρίως στη Μακεδονία όπου είναι εγκατεστημένοι αμιγείς ποντιακοί πληθυσμοί αλλά και σε προάστια της Αθήνας και του Πειραιά όπως είναι η Καλλιθέα, η Νέα Σμύρνη, η Δραπετσώνα, η Νίκαια, το Πέραμα, το Μενίδι και ο Ασπρόπυργος.

Ομιλείται όμως πλέον ως δεύτερη γλώσσα σε περιβάλλοντα οικεία οικογενειακά ή φιλικά, μια ποντιακή κοινή, με έντονες τις επιδράσεις της νεοελληνικής κοινής. Η χρήση της αποσκοπεί πιο πολύ στην επιβεβαίωση της κοινής καταγωγής και στην εκδήλωση της επιθυμίας για διατήρηση της γλώσσας (Τομπαΐδης 1996).

Ο George Drettas (2000), μάλιστα, υποστηρίζει ότι ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης η ποντιακή ενδέχεται να λειτουργεί ως υπόστρωμα για τις σύγχρονες ποικιλίες της νεοελληνικής κοινής λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης των ομιλητών της εκεί.

Ο Τούρκος συγγραφέας Ομέρ Ασάν το 1996 είχε μιλήσει για σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων ομιλούντων την ποντιακή γλώσσα στον σύγχρονο Πόντο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο οποίος μιλάει ποντιακά, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι την μιλούν επίσης σε περίπου 60 χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας. Επιπλέον υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα ποντιακά επιβιώνουν και σε άλλες περιοχές της Τουρκίας.

Η μετανάστευση έχει φέρει την ποντιακή σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Η διάλεκτος χρησιμοποιείται από μεγάλο τμήμα όσων κατοικούν στη Γερμανία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά.

Στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης μεγάλο τμήμα των ελληνόφωνων κατοίκων μιλούν ακόμη σήμερα την ποντιακή διάλεκτο, χωρίς πολλές φορές να γνωρίζουν την κοινή ελληνική. Αυτοί κατοικούν στην Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία), τον βόρειο Καύκασο (Σταυρούπολη και Κράσνονταρ της Ρωσίας), στην Ουκρανία (Κριμαία) και στην περιοχή της Αζοφικής (Πάππου-Ζουραβλιόβα 2001).

Ωστόσο δεν πρόκειται για μια γλώσσα που έχει επίσημη γραφή ή διδάσκεται ευρέως. Κατά κύριο λόγο αποτελεί εργαλείο προφορικής επικοινωνίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και οι πληθυσμοί του Όφεως της Τραπεζούντας, που μιλούν τη γλώσσα ως μητρική, δεν γνωρίζουν το ελληνικό αλφάβητο και χρησιμοποιούν το λατινικό.

Τη δεκαετία του 1920, στη Σοβιετική Ένωση, χρησιμοποίησαν για λίγο διάστημα το λεγόμενο ελληνικό φωνητικό αλφάβητο (απλούστερη μορφή του ελληνικού αλφάβητου), ωστόσο μετά το εγκατέλειψαν.



Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γλωσσολόγος Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου (τόμ. Γ΄) προβλέπει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωση της ποντιακής διαλέκτου λόγω της επίδρασης της νεοελληνικής γλώσσας και θα καταταγεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών.

«Εξαίρεσιν θα αποτελέσουν τα ιδιώματα του Όφεως και της Τόνγιας, περιφερειών της επαρχίας Τραπεζούντος, διότι οι ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών, απόγονοι εξισλαμισθέντων Ελλήνων, δεν υπήχθησαν εις την ανταλλαγήν ως Μουσουλμάνοι την θρησκείαν».

πηγή: http://www.pontos-news.gr/pontic-article/100229/pontiaki-dialektos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου