Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΥΑΡΟΥΣ

Η κατάσταση των ιερών μονών και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και μετά την απελευθέρωση ήταν  άθλια  από άποψη διοίκησης. Κανείς μα κανείς δεν ενδιαφέρονταν για την αξιοποίηση της περιουσίας τους, παρά μόνο για πονηρό σκοπό δηλαδή την κάρπωση για ίδιο όφελος της περιουσίας αυτών. Ακόμη και αυτές οι κατά τόπου Εφορείες οι οποίες ορίστηκαν μετά την απελευθέρωση για την αξιοποίηση και καταγραφή της περιουσίας κινητής και ακίνητης των ιερών μονών προέβαιναν σε ενέργειες που μόνο νόμιμες και θεμιτές δεν ήσαν, αλλά παράνομες και ιερόσυλες.
Οι ιερές μονές στην Ελλάδα χωρίζονταν ως εξής:
1.  Τις Σταυροπηγιακές, οι οποίες ήταν εξαρτημένες από παλιά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, των οποίων την Σταυροπηγιακή αξία είχε ανανεώσει και ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
2.   Τις ενοριακές ή επαρχιακές, οι οποίες υπάγονταν στην δικαιοδοσία των κατά τόπους επισκόπων.
3.   Τις κτητορικές, αυτές δηλαδή που είχαν κτιστεί με τη δωρεά κάποιου ευεργέτη, οι οποίες υπάγονταν μεν στον Πατριάρχη, προστατεύονταν όμως από τον κτήτορα ή τους απογόνους αυτού.  
Εκτός όμως από τις μονές υπήρχαν και τα λεγόμενα Μετόχια. Αυτά ήταν κτήματα που ανήκαν στο μοναστήρι, εντός των οποίων βρίσκονταν συνήθως και ένα μικρό παρεκκλήσι και κατοικητήριο για τους μοναχούς, που καλλιεργούσαν τα συγκεκριμένα κτήματα. Τα Μετόχια μπορούσαν να βρίσκονται και εκτός του ελληνικού βασιλείου και να διαμένουν σ’ αυτό αρκετοί μοναχοί.
Ο αριθμός των μονών, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ήταν πολύ μεγάλος. Δέον να ληφθεί υπόψη πως η Ελλάδα τότε, δεν είχε ούτε την σημερινή εδαφική έκταση ούτε τα σημερινά σύνορα. Η Πελοπόννησος, κάποια νησιά και ένα μέρος της Στερεάς Ελλάδας αποτελούσαν την τότε «Ελλάδα». Σ’ αυτή λοιπόν την Ελλάδα, η αρχιερατική Επιτροπή που περιόδευσε βρήκε 246 ανδρικές μονές. Σύμφωνα με τον Βαυαρό αντιβασιλέα Μάουρερ που επιτρόπευε του ανήλικου βασιλιά Όθωνα, οι ανδρικές μονές ανέρχονταν σε 400 και οι γυναικείες σε 30 – 40. Πάντως ο κατά το έτος 1833 αριθμός των μονών ήταν 463, από τις οποίες 445 ανδρικές και 18 γυναικείες. Ο αριθμός των μοναχών ήταν περίπου 3000 και των μοναζουσών 277 και τα εισοδήματα των μονών ήταν 600.000 δραχμές. Ο Μάουρερ είχε και εδώ διαφορετική άποψη – πιθανόν για τους δικούς του λόγους – και ανεβίβαζε ακριβώς τα έσοδα των μονών στις 2.149.980 δραχμές.
Πάντως είναι βέβαιο, πως οι κτηματικές περιουσίες των μονών ήταν παραμελημένες, τα εισοδήματα ξοδεύονταν χωρίς μέτρο από τους περισσότερους μοναχούς, η δε καθ’ όλα μοναχική κατάσταση ήταν τουλάχιστον δυσάρεστη. Έμπαινε λοιπόν επιτακτικά η ανάγκη για λήψη ειδικών προστατευτικών μέτρων τα οποία θα προστάτευαν την μοναστική περιουσία, μέτρα τα οποία είχε ήδη υποδείξει η εν Άργει Εθνική Συνέλευση και ο Υπουργός των Εσωτερικών, των Εκκλησιαστικών και της Δικαιοσύνης Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός.
Ειδικότερα η Επταμελής Επιτροπή όρισε όσον αφορά τις μονές και τους εκεί διαμένοντες μοναχούς:
1.  Αυτός που προσέρχεται στη μονή για να μονάσει πρέπει να είναι ηλικίας τουλάχιστον 30 ετών και μετά από τριετή δοκιμασία στην ηλικία των 33 ετών μπορεί να «καρεί» μοναχός.
2.   Όλες οι μονές να γίνουν κοινόβιες.
3. Ο ηγούμενος, ο οποίος εκλέγεται πλειοψηφικά, και η εκλογή του επικυρώνεται από τον οικείο επίσκοπο, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα οικονομικά και την εύρυθμη λειτουργία της μονής και δίνει λόγο στον επίσκοπο, αλλά και για τα τυχόν δίκαια παράπονα των μοναζόντων.
4.   Απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών στα κοινόβια.
5.   Οι μοναχοί οφείλουν να εργάζονται και αν τα έσοδα από την εργασία τους δεν είναι αρκετά για την συντήρηση την δική τους και της μονής, τότε η Κυβέρνηση αναπληρώνει το ποσό που λείπει από το εκκλησιαστικό ταμείο.     
Λόγω της αδυναμίας της Επιτροπής να υποδείξει τρόπο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, η κυβέρνηση δια Βασιλικού Διατάγματος (Β. Δ.) διατάσσει, όπως όλα τα έσοδα των μονών και των μετοχίων που είχαν εγκαταλειφθεί, να εισπράττονται για λογαριασμό των γενικών εξόδων του Δημοσίου με σκοπό την βελτίωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων και της Παιδείας. Στα παραπάνω περιλαμβάνονται και οι μονές των οποίων ο αριθμός των μοναχών ανέρχονταν σε 6, οι οποίοι μετατίθονταν σε άλλες μονές. Το έργο αυτό ανατέθηκε στους κατά τόπους Νομάρχες, οι οποίοι απέδιδαν λόγο για την ορθή διαχείριση ή μη, στην Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας.
Βλέπουμε δηλαδή πως η όλη διακυβέρνηση, διάλυση, διαχείριση κ.λ.π. των μονών αναθέτονταν στην Κυβέρνηση, ενάντια στους Εκκλησιαστικούς Κανόνες οι οποίοι όριζαν την εποπτεία των μονών στον οικείο επίσκοπο. Βέβαια πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού οι Επίσκοποι στην ουσία ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τους οποίους όριζε ή έπαυε η Αντιβασιλεία. Κύριος εμπνευστής μιας «εθνικής εκκλησίας», ως θεσμού δηλαδή υποταγμένου στην κρατική διαχείριση των λειτουργιών του «έθνους» και της «εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης» που θα περιόριζε τις λατρευτικές «δεισιδαιμονίες» των Ορθοδόξων και κυρίως τον «αναχρονιστικό» μοναχισμό, δεν ήταν άλλος από τον αντιβασιλέα και υπουργό επί των εκκλησιαστικών Γεώργιο Λουδοβίκο Μάουρερ.
Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς στο «Ορθοδοξία και Δύση», σελίδα 267: «Ο Μάουρερ θεωρούσε την εκκλησία ως μια κρατική υπηρεσία υποταγμένη στην πολιτική διοίκηση. Το πρότυπο γι’ αυτόν ήταν η κατάσταση στην πατρίδα του την Βαυαρία, όπου η κοσμική εξουσία είχε πλήρη κυριαρχία πάνω στην καθολική και προτεσταντική εκκλησία. Οι καθολικοί επίσκοποι επιτρεπόταν να αλληλογραφούν με τη Ρώμη μόνο με τη διαμεσολάβηση του βασιλιά. Και η προτεσταντική εκκλησία της Βαυαρίας βρισκόταν στη παράδοξη θέση να έχει ως «υπέρτατο επίσκοπό» της τον καθολικό βασιλιά».
Ομοίως και ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο έργο του «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμος Α΄», σελίδα 104:
«Με τον ίδιο τρόπο που διοργάνωνε ο Μάουρερ στην Ελλάδα τα της παιδείας και της δικαιοσύνης, δημιουργώντας νέο καθεστώς και εκδίδοντας νέους νόμους, έτσι διοργάνωσε και νέα Εκκλησία, τους τύπους της διοικήσεως αρυσθείς όχι στους κώδικες των αρχαίων κανόνων, αλλά στους βαυαρικούς νόμους, παραμορφώσας έτσι την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος … Οι συντάκτες του Διατάγματος (του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας) … ταπείνωσαν την Εκκλησία, μετασχηματίσαντες αυτή σε απλό σωματείο, κινούμενο κατά τις διαταγές του κοσμικού κυριάρχου, προσαρμόσαντες αυτή προς τις πολιτικές ανάγκες και καταστήσαντες αυτή όργανο της Πολιτείας».   
Το 1833 διορίζεται ο Κωνσταντίνος Σχινάς μέλος στην επιτροπή εξακρίβωσης της οικονομικής κατάστασης της Εκκλησίας και των μοναστηριών καθώς και πρόεδρος της επιτροπής για την οργάνωση των σχολείων. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που διόρισε η Αντιβασιλεία και επίτροπος επικρατείας στην Ιερά Σύνοδο. Επί υπουργίας του λοιπόν, αποφασίζεται:
1.   Να εκτεθούν σε δημοπρασία προς ενοικίαση τα κτήματα των μονών
2.   Τα ιερά σκεύη, βιβλία κ.λ.π. να φυλαχθούν μέχρι νεότερης απόφασης από τους κατά τόπους επισκόπους
3.   Τα κλειδιά των εγκαταλειμμένων μονών να δοθούν στον επίσκοπο, ο οποίος είχε την εντολή να φροντίζει για την λειτουργία του ναού που βρίσκονταν μέσα στη μονή μία φορά την βδομάδα ή τον μήνα.
Έτσι λοιπόν βρέθηκαν πολλά μοναστήρια, τα οποία είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς διότι α) εξαιρούνταν οι δόκιμοι μοναχοί, οι οποίοι ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών, β) πολλοί μοναχοί, φοβούμενοι την διάλυση της μονής τους, είχαν αναχωρήσει για μεγαλύτερες μονές, και γ) οι ίδιοι οι ηγούμενοι των μοναστηριών, επειδή φοβούνταν φορολογία των μονών, δεν ανέφεραν τον ακριβή αριθμό των μοναχών που εγκαταβιούσαν σε αυτά.
Δια του Βασιλικού Διατάγματος (Β. Δ.) της 25ης Φεβρουαρίου 1834, καταργήθηκαν όλες οι γυναικείες μονές, εκτός από τρεις, οι δε μοναχές κάτω των 49 ετών, προτρέπονταν να εγκαταλείψουν την μοναχική ζωή, εκτός βέβαια από αυτές που ήταν ομολογουμένως αμέμπτου διαγωγής, και οι μονές θα έπρεπε να αριθμούν τουλάχιστον 30 μοναχές για να μπορούν να επιζήσουν και να μην διαλυθούν. Το διάταγμα περαιτέρω κάνει λόγο για διοίκηση των γυναικείων μονών από διπλή εξουσία, πνευματική από τον οικείο επίσκοπο και κοσμική από τον εκάστοτε Νομάρχη.
Το από 24 Απριλίου 1834 Β. Δ. ασχολείται και με τις κτητορικές μονές και ναούς και αποφασίζει, πως αυτά εξακολουθούν να ανήκουν στους πρώτους κτήτορες ή τους απογόνους τους, εκτός αν αυτοί τα είχαν αφιερώσει στην Εκκλησία, οπότε υπάγονταν στην διάταξη προηγούμενου Β. Δ. Στο εξής απαγορεύονταν οι τέτοιου είδους κτητορικές μονές και όσες υπήρχαν ήδη καταργούνταν, αν οι κτήτορες δεν παρουσίαζαν αποδείξεις ιδιοκτησίας και οι περιουσίες των μονών αυτών δημεύονταν.
Η κτηματική περιουσία των μονών την εποχή εκείνη ήταν πολύ μεγάλη για τον εξής λόγο. Οι Τούρκοι δεν έθιγαν ποτέ τα μοναστηριακά κτήματα, που τα θεωρούσαν ιερά («βακούφικα»), με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας να δωρίζουν τα κτήματά τους σε μονές, με τη συμφωνία να τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι ή και τα παιδιά τους όσο ζουν.
Παραθέτουμε ευθύς αμέσως το διάταγμα για την διάλυση των μονών. Βρίσκεται στο βιβλίο του Ανδρέα Μάμουκα «Τα Μοναστηριακά»:

ΟΘΩΝ, ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επί της προτάσει του επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας Γραμματέως Ημών 28 Αυγούστου (9 Σεπτεμβρίου) 1833, περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριών, διατάττομεν:
Α΄. Κατά την αναφοράν της Συνόδου, όλα τα εγκαταλελειμμένα ήδη και έρημα μοναστήρια και μοναστηριακά κτήματα θέλουν εισοδεύεσθαι από του νυν δια των Γενικών Εφόρων εις λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας.
Β΄. Υπό την αυτήν κατηγορίαν υπάγονται και τα εν τω υπό γράμμα Β καταλόγω της Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, εν οίς ολίγοι τινές μονάζουν ακόμη και νυν, όχι πλέον των 6 μοναχών, αφού ούτοι μετατεθώσιν εις άλλα μοναστήρια.
Γ΄. Προς τούτο θέλουν προσκληθή οι Νομάρχαι να αναφέρωσιν εις ποιον των διατηρουμένων μοναστηρίων επιθυμούν να μετατεθούν οι μοναχοί ούτοι, και κατά την αναφοράν τούτων η Γραμματεία συνεννοηθείσα μετά της Συνόδου, θέλει ενεργήσει όσον ένεστι τάχιον και καταλληλότερον, την ποθουμένην ενός εκάστου μετάθεσιν.
[…]
ΣΤ΄. Ως προς την μίσθωσιν των μοναστηρίων (υπό αριθ. 2), εν οίς μονάζουσι κατά το παρόν ολίγοι τινές ακόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθή αυτοί ως μισθωταί, και αφεθή ως τοιούτοι εις την κάρπωσιν των μοναστηριακών, εάν τυχόν δεν προκρίνουν, ως ανωτέρω ερρέθη, να μεταβώσιν εις άλλα διατηρητέα μοναστήρια.
Ζ΄. Τα προς το παρόν, και μέχρις ου διατάξωμεν άλλο τι, διατηρητέα μοναστήρια θ’ αποδίδουν ανωτέρω (άρθρ. Α΄) ειρημένον σκοπόν, ως φόρον.
Η΄. Όλων τούτων των προϊόντων (φόρων) η είσπραξις θέλει αφεθή καταλλήλως εις τους Νομάρχας, δι’ ων θέλουν αποστέλλεσθαι εις το ταμείον της Επικρατείας, το οποίον θέλει κρατεί ιδιαίτερον περί τούτων λογαριασμόν.
Θ΄. Η διαχείρισις των προς βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και των σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εισοδημάτων ανήκει αποκλειστικώς εις την Ημετέραν επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας Γραμματείαν.
Εν Ναυπλίω την 25 Σεπτεμβρίου (7 Οκτωβρίου) 1833.
Εν ονόματι του Βασιλέως
Η Αντιβασιλεία
ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ.

Η εφαρμογή του Β. Δ. περί διαλύσεως των μονών και δημεύσεως της περιουσίας τους από το Δημόσιο, έλαβε χώρα, όταν κοινοποιήθηκε στους κατά τόπους Νομάρχες, Επάρχους και Εφόρους. Τα θλιβερά και ανευλαβή γεγονότα που επακολούθησαν με την εφαρμογή του, θα τα αφήσουμε να μας τα διηγηθεί ο Χρήστος Γιανναράς από το εξαίρετο βιβλίο του «Ορθοδοξία και Δύση», σελίδες 272 – 274, στο οποίο υπάρχει και η αντίστοιχη βιβλιογραφία για τα γεγονότα αυτά:
«Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το διάταγμα για το κλείσιμο των μοναστηριών, μαρτυρούν ποια στελέχωση της δημόσιας διοίκησης είχε πετύχει μέσα σε μικρό διάστημα η αντιβασιλεία – πόσο ραγδαία ήταν η θρησκευτική αλλοτρίωση των Ελλήνων που την υπηρετούσαν. Τα όσα εκτυλίχθηκαν μέσα σε λίγες μέρες δεν τα είχε γνωρίσει η Ελλάδα ούτε στα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας, ούτε στις εισβολές ποικίλων κατακτητών που είχαν κατά καιρούς καταλάβει ελληνικά εδάφη.
Οι νομάρχες ή οι έπαρχοι με τους υπαλλήλους τους και με συνοδεία ενόπλων τμημάτων της χωροφυλακής εισέβαλαν στα μοναστήρια, απομάκρυναν με τη βία από το χώρο τους μοναχούς και τις μοναχές και άρχιζαν την λεηλάτηση. Ορμούσαν καταρχήν στο άγιο βήμα, άρπαζαν τα ιερά σκεύη της λατρείας, γύμνωναν την αγία τράπεζα, ξήλωναν τις εικόνες από το τέμπλο και ξεκρεμούσαν τις φορητές από τους τοίχους. Μαζί με τα άμφια των ιερέων, τα κανδήλια, τα λειτουργικά βιβλία, όλα τα “λάφυρα” στοιβάζονταν ποδοπατημένα στο κέντρο του ναού ή νάρθηκα. Εκεί άρχιζε ο διαχωρισμός των “άχρηστων” από τα “χρήσιμα”, και τα μεν χρήσιμα καταγράφονταν, τα δε άχρηστα καίγονταν στο προαύλιο. Στη συνέχεια ξεκολλούσαν και τα στασίδια από τους τοίχους, μάζευαν ως “και τας βακτηρίας (πατερίτσες) των γερόντων μοναχών”, σφράγιζαν την εκκλησία, φόρτωναν σε σακιά και κοφίνια τη λεία πρόσθεταν και τα σκεύη του μαγειρείου, της τράπεζας των μοναχών και ό,τι χρήσιμο συγκέντρωναν από έρευνα στα κελιά, και αναχωρούσαν, σφραγίζοντας και τις πύλες του μοναστηριού, με τους μοναχούς να θρηνούν ολόγυρα.
Το ποσό που τελικά αποδόθηκε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο από την πώληση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των διαλυθέντων μοναστηριών, ήταν κυριολεκτικά κωμικό. Το μεγαλύτερο μέρος των πολύτιμων σκευών διαρπάχτηκε από την κρατική υπαλληλία, πουλήθηκε στα παζάρια, εικόνες και άμφια ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας καταστράφηκαν. Ακόμα και σε αντικείμενα οικιακής χρήσης μεταβλήθηκαν τα εκκλησιαστικά σκεύη της λατρείας: “Εις της μεταλήψεως την αργυράν φιάλη, μεθά ο κλέπτης Έφορος μ’ αναίδειαν μεγάλην!”, έγραφε αργότερα ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος».
Στις αγοραπωλησίες της δημευθείσας μοναστικής περιουσίας δυστυχώς συμμετείχαν και κάποιοι επίορκοι μοναχοί. Γράφει για το θέμα αυτό στην «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος» ο Αθανάσιος Γερομιχαλός σελίδα 164: «Μεγάλαι καταχρήσεις εγίνοντο κατά την πώλησιν των μοναστηριακών πραγμάτων και κτημάτων. Έφοροι και Έπαρχοι επώλουν και ηγόραζον υπό άλλο όνομα, συντροφίαι δε εγίνοντο μοναχών και λαϊκών εις το να κλέψουν ή να κρύψουν ή αγοράσουν παρά τιμήν. Όλα τα είδη της απάτης και της δολιότητος εισεχώρησαν, ως αν επρόκειτο περί κλοπιμαίων, και αντί να ωφεληθή το κοινόν εκκλησιαστικόν ταμείον, ωφελήθησαν τα βαλάντια ολίγων επιτειδίων.»
Αλλά και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά του, Βιβλίο Γ΄, κεφάλαιο Β΄», ασχολείται με το θέμα της διάλυσης των μοναστηριών, τις ντροπιαστικές καταστάσεις που ακολούθησαν και την πείνα των μοναχών: «Διάλυσαν τα μοναστήρια, συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά (ενν. ιερά) εις το παζάρι, και τα ζωντανά δια δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι … Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλόγεροι όπου αφανιστήκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου … Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα».
Δημεύθηκαν όχι μόνο τα μοναστηριακά κτήματα της νεοσύστατης Εκκλησίας της Ελλάδας, αλλά και της Ανατολής δηλαδή του Παναγίου Τάφου, του Σινά και της Πάτμου. Άθικτα μόνο έμειναν της δυτικής ρωμαϊκής Εκκλησίας, τα οποία διευθύνονταν από τους επισκόπους της Καθολικής Εκκλησίας.
Από τα 453 μοναστήρια (ο Γιανναράς τα ανεβάζει σε 563) των Ορθοδόξων διασώθηκαν τα 412. Τους δε ναούς των διαλυμένων μονών μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν ως ενοριακούς οι πιστοί των πλησιόχωρων χωριών. Αργότερα με συμπληρωματικές εγκυκλίους περισώθηκαν και κάποια άλλα μοναστήρια και έτσι ο αριθμός των διασωθέντων μονών έφτασε τις 151. Ευτυχώς και στο κεντρικό ταμείο του Κράτους διασώθηκαν μέρος των ιερών πολύτιμων σκευών των διαλυμένων μονών, καθώς επίσης και στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών εξασφαλίστηκε μέρος των μοναστηριακών εγγράφων.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου