Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο», ἐκδ. Ἀκρίτας
Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ταυτίζοντας τὸ βρέφος ποὺ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μὲ τὸν «πρὸ αἰώνων Θεό». Ὁ ὕμνος αὐτὸς συνετέθη τὸν ἕκτο αἰώνα ἀπὸ τὸν περίφημο Βυζαντινὸ ὑμνογράφο Ρωμανὸ τὸ Μελωδό: Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει, ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)
Τὸ παιδὶ ὡς Θεός, ὁ Θεὸς ὡς παιδί… Γιατί δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ ζωηρὴ συγκίνηση τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ μὲ χλιαρὴ πίστη ἢ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτὸ τὸ μοναδικό, ἀσύγκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νὰ κρατᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, καὶ γύρω τους οἱ «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνατολῶν», οἱ ποιμένες, δροσεροὶ ἀπὸ τὴ νυχτερινή τους σκοπιὰ στοὺς ἀγρούς, τὰ ζῶα, ὁ ἀνοιχτὸς οὐρανός, ὁ ἀστέρας; Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαιοι, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἀνακαλύπτουμε, πὼς σ’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸ πλανήτη μας δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχτηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴ μνήμη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁποτεδήποτε δὲν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στὴ ζωή, καὶ ἀναζητοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Ὅμως στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ δὲ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ εἶναι περιττές, ἐπειδὴ καμιὰ λέξη δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ ὁρίσει ἢ νὰ ἐκφράσει τὸ νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καὶ ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἢ νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφὴ λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12, 34). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, ποὺ ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νὰ μὴ μοιραστεῖ μὲ ἄλλους τὰ βι- ώματά του. Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει. Μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χρι- στουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζουμε, ἀλλὰ μ’ ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται στὴ γῆ, ἔρχεται ὡς παιδί. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πὼς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ «συμπαθοῦν περισσότερο τὰ θρησκευτικὰ θέματα», περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγήσεις καὶ ἀναλύσεις, τὴ θέλουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξίσου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες. Στὴν κοινωνία μας δὲν ὑπάρχει καμιὰ φράση ποὺ νὰ μεταφέρει καλύτερα τὴν περιφρόνησή μας ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πὼς «εἶναι παιδιάστικο». Μ’ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς. Ἔτσι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ γίνονται ἐξίσου σοβαρὰ καὶ βαρετά. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη; Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές. Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς «ὡς παιδίον». Τὸ παιδὶ δὲ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ βασιλιά, πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ τρωτότητά του. Τὸ παιδὶ σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ δὲν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νὰ τὸ φοβόμαστε, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύναμή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ τὸ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Καὶ τὴ δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, ποὺ ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη. Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καὶ νὰ γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς.
Τὸ παιδὶ ὡς Θεός, ὁ Θεὸς ὡς παιδί… Γιατί δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ ζωηρὴ συγκίνηση τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ μὲ χλιαρὴ πίστη ἢ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτὸ τὸ μοναδικό, ἀσύγκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νὰ κρατᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, καὶ γύρω τους οἱ «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνατολῶν», οἱ ποιμένες, δροσεροὶ ἀπὸ τὴ νυχτερινή τους σκοπιὰ στοὺς ἀγρούς, τὰ ζῶα, ὁ ἀνοιχτὸς οὐρανός, ὁ ἀστέρας; Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαιοι, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἀνακαλύπτουμε, πὼς σ’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸ πλανήτη μας δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχτηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴ μνήμη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁποτεδήποτε δὲν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στὴ ζωή, καὶ ἀναζητοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Ὅμως στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ δὲ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ εἶναι περιττές, ἐπειδὴ καμιὰ λέξη δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ ὁρίσει ἢ νὰ ἐκφράσει τὸ νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καὶ ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἢ νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφὴ λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12, 34). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, ποὺ ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νὰ μὴ μοιραστεῖ μὲ ἄλλους τὰ βι- ώματά του. Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει. Μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χρι- στουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζουμε, ἀλλὰ μ’ ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται στὴ γῆ, ἔρχεται ὡς παιδί. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πὼς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ «συμπαθοῦν περισσότερο τὰ θρησκευτικὰ θέματα», περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγήσεις καὶ ἀναλύσεις, τὴ θέλουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξίσου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες. Στὴν κοινωνία μας δὲν ὑπάρχει καμιὰ φράση ποὺ νὰ μεταφέρει καλύτερα τὴν περιφρόνησή μας ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πὼς «εἶναι παιδιάστικο». Μ’ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς. Ἔτσι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ γίνονται ἐξίσου σοβαρὰ καὶ βαρετά. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη; Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές. Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς «ὡς παιδίον». Τὸ παιδὶ δὲ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ βασιλιά, πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ τρωτότητά του. Τὸ παιδὶ σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ δὲν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νὰ τὸ φοβόμαστε, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύναμή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ τὸ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Καὶ τὴ δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, ποὺ ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη. Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καὶ νὰ γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου