Όταν γίνεται λόγος για την Κ. Ιταλία, ο νους συνήθως πηγαίνει σ’ αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως «Μεγάλη Ελλάς» (Magna Grecia), γιατί εκεί οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν πλήθος αποικιών με μεγάλο πολιτισμό. Άλλωστε και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τα ίχνη του πολιτισμού που άφησαν οι πρόγονοί μας, από ερείπια ναών, πόλεων και άλλων στοιχείων, που με επιμέλεια διατηρούνται και προβάλλονται. Ακόμη και οι δρόμοι της Τρινακρίας, όπως ονομάζει ο Όμηρος τη Σικελία, φέρουν τα ονόματα Ελλήνων φιλοσόφων, ποιητών και ιστορικών. Είναι γνωστόν ότι η Μ. Ελλάδα γεωγραφικά περιελάμβανε τρεις περιοχές της Ν. Ιταλίας: Την Απουλία (Grecia Salentina), την Καλαβρία (Grecia Calabria) και το νησί της Σικελίας.
Σκοπός μας, σε όσα στη συνέχεια θα αναφερθούν, είναι να παρουσιάσουμε το χριστιανικό και ιδιαίτερα το ελληνορθόδοξο, βυζαντινό, παρελθόν της μεσημβρινής Ιταλίας, που μέχρι πρότινος είχε αγνοηθεί. Σήμερα γίνονται αξιόλογες προσπάθειες να έλθει στο «φως» αυτό το πλούσιο βυζαντινό παρελθόν.
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην Ιταλική Χερσόνησο, όπως είναι γνωστόν, από την αποστολική εποχή. Την ίδια περίπου περίοδο, τον 1° μ.Χ. αι., ιδρύεται και η Εκκλησία της Σικελίας από τους μαθητές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, Παγκράτιο, επίσκοπο Ταυρομενίου (σημ. Ταορμίνας), Μαρκιανό Συρακουσών και Βιτάλιο, επίσκοπο Κατάνης. Και βέβαια ο ελληνισμός της Κ. Ιταλίας βοήθησε, ιδιαίτερα με τη γλώσσα, στη γρήγορη εξάπλωση του χριστιανισμού, αφού η ελληνική γλώσσα δεν σταμάτησε να χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιοχές στις αλλεπάλληλες κατακτήσεις τους από Ρωμαίους, Άραβες, Γερμανούς, Λογγοβάρδους και Νορμανδούς. Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε η γλώσσα του λαού και, όταν αργότερα, ως επίσημη, καθιερώθηκε η λατινική. Έτσι η ελληνική γίνεται και η γλώσσα της Εκκλησίας, που αργότερα, αφού συνδεθεί και με το βυζαντινό τυπικό, για αιώνες αυτά τα δύο στοιχεία θα σφραγίσουν το ελληνορθόδοξο παρελθόν της Ν. Ιταλίας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτό της Καλαβρίας και Σικελίας.