Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου 2014

Με τη θέσπιση της 23ης Απριλίου ως Ημέρας Βιβλίου, η UNESCO τιμά τους Θερβάντες και Σαίξπηρ, οι Έλληνες και Κύπριοι, όμως, δεν τιμούν στο ελάχιστο το κορυφαίο πολιτιστικό αγαθό που λέγεται βιβλίο. Στις 22 Απριλίου 1616 έφυγε από τη ζωή ο δημιουργός του Δον Κιχώτη, του πρώτου μοντέρνου μυθιστορήματος στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα, Miguel deCervantes Saavedra, και την επόμενη ημέρα κηδεύτηκε. Την ημέρα της κηδείας του, στις 23 Απριλίου 1616, αποδήμησε και ο Βρετανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας William Shakespeare, γνωστός για εμβληματικά έργα όπως Άμλετ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλλος, Μάκβεθ και Βασιλιάς Ληρ. Με αφορμή το θάνατο των δύο σημαντικών προσωπικοτήτων της γραφής, η UNESCO επέλεξε την ημερομηνία της 23ης Απριλίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Βιβλίου.

Ημέρα μάλλον προβληματισμού παρά εορτασμού, για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Πόσο δημοφιλές είναι στην Ελλάδα και την Κύπρο το βιβλίο ως πολιτιστικό αγαθό, το οποίο, ως γνωστόν, κατέχει διττό ρόλο, την ενημέρωση/γνώση και την ψυχαγωγία στον ελεύθερο χρόνο;


Χωρίς υποδομή 

Το εκπαιδευτικό σύστημα, παράλληλα με την οικογένεια, είναι οι θεσμοί που οφείλουν να προωθούν την αγάπη για το βιβλίο από την παιδική ηλικία. Υπάρχουν όμως εξειδικευμένοι δημόσιοι φορείς, που να προωθούν με βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική, βασισμένη σε τακτικές επιστημονικές έρευνες και εμπειρογνώμονες, την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας στο εσωτερικό, την αρμονική συνεργασία με τους επαγγελματικούς φορείς συγγραφέων, μεταφραστών, τυπογράφων, εκδοτών και βιβλιοπωλών, για θέματα που εκτείνονται από τη διασφάλιση πνευματικών δικαιωμάτων μέχρι τη λειτουργία της αγοράς του βιβλίου και την προβολή του ελληνικού βιβλίου μέσω ενίσχυσης μεταφράσεων και παρουσίας σε διεθνείς εκθέσεις βιβλίου;

Ούτε λόγος να γίνεται για δίκτυο δανειστικών και αναγνωστικών κέντρων-βιβλιοθηκών σε κάθε σχολείο, γειτονιά, χωριό και αστικό κέντρο, και πολύ περισσότερο για μια εκσυγχρονισμένη εθνική βιβλιοθήκη, με ψηφιοποιημένο αρχείο, δικτύωση με την Ευρώπη και φιλικούς χώρους, χρόνους και όρους λειτουργίας για το ειδικό και το ευρύ κοινό. Μάλλον με απαρχαιωμένες μουσειακές αποθήκες μοιάζουν οι πλείστες δημόσιες βιβλιοθήκες, μα και αρκετές βιβλιοθήκες ιδιωτικών φορέων και συλλεκτών που διαθέτουν πολύτιμα χειρόγραφα και σπάνια βιβλία, σε αντίθεση με την αντίστοιχη πρακτική στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική.

Στο εξωτερικό, η βιβλιοθήκη και το βιβλιοπωλείο αποτελούν «ζωντανά» πολιτιστικά κύτταρα της κοινότητας, πραγματικούς πολιτιστικούς πολυχώρους που αξιοποιούν τις σύγχρονες κοινωνικές τάσεις ψυχαγωγίας και τεχνολογικής εξέλιξης και δεν τρέχουν πίσω από αυτές. Δεν είναι τυχαίο που η ανάγνωση βιβλίων ως πολιτιστική δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο, είτε μέσω αγοράς είτε μέσω δανεισμού από βιβλιοθήκες και αναγνωστικές λέσχες, συγκεντρώνει τόσο υψηλά ποσοστά σε χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Βέβαια, σε πείσμα του «εχθρικού» προς την ανάγνωση και το βιβλίο χώρου σε Ελλάδα και Κύπρο, υπάρχουν διαχρονικά εκδοτικοί οίκοι, βιβλιοπώλες, βιβλιοθήκες και φωτεινές ηγεσίες πολιτιστικών φορέων που επιμένουν να αναδεικνύουν τη σημαντική αυτοστοχαστική και κοινωνική λειτουργία του βιβλίου και της ανάγνωσης.


Τι λένε οι έρευνες

Όλες οι επιστημονικές ή εμπειρικές έρευνες φορέων καταδεικνύουν τη χαμηλή αναγνωσιμότητα ως πολιτιστική πρακτική στις χώρες μας. Ενδεικτικά, οι τρεις πανελλήνιες έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς και πολιτιστικών πρακτικών (1999, 2004, 2010) που διενήργησε η Metron Analysis για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) -το οποίο πρόσφατα ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού με πρόεδρο τον καθηγητή Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη- τεκμηριώνουν το χαμηλό ποσοστό αναγνωσιμότητας βιβλίων των Ελλήνων. Οι ερωτηθέντες «μη αναγνώστες» επικαλούνται ως κύρια αιτία την έλλειψη χρόνου. Σποραδικές εμπειρικές έρευνες φορέων, εφημερίδων και περιοδικών τις τελευταίες δεκαετίες, όπως και οι τρεις έρευνες του ΕΚΕΒΙ, δείχνουν πως υπάρχει τουλάχιστον ένας «σκληρός πυρήνας» φανατικών βιβλιόφιλων, με άλλα λόγια εμφανίζεται σταθερό το ποσοστό των αναγνωστών που διαβάζουν περισσότερα από δέκα βιβλία το έτος και κυμαίνεται στο 8%. Όμως αυτός ο πυρήνας, που αντέχει και μέσα στην οικονομική κρίση, είναι απελπιστικά μικρός σε σύγκριση με άλλες δυτικές χώρες.

Τα αποτελέσματα των τριών ερευνών του ΕΚΕΒΙ αναδεικνύουν τις γυναίκες πρώτες στην ανάγνωση βιβλίων, και μάλιστα το ποσοστό τους αυξάνεται στην καμπύλη από τους πιο συστηματικούς στους «ασθενέστερους» αναγνώστες, επιβεβαιώνοντας τον «εκθηλυσμό της ανάγνωσης», όπως παρατηρεί η Μαίρη Λεοντσίνη («Όψεις της Ανάγνωσης», Αθήνα, Νήσος, 2000).

Η τελευταία έρευνα του 2010 έδειξε ότι οι Έλληνες διαβάζουν κατά σειρά περισσότερο α) εφημερίδες, β) βιβλία και γ) περιοδικά.

Οι περισσότεροι ερωτηθέντες που δήλωσαν αναγνώστες βιβλίων κατονόμασαν τον «κλασικό» Κρητικό λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη ως τον συγγραφέα με τη μεγαλύτερη επίδραση.

Ως προς την πηγή πληροφόρησης για το βιβλίο, οι συστάσεις από στόμα σε στόμα παραμένουν ο βασικότερος τρόπος ενημέρωσης. Έχει αυξηθεί όμως η απήχηση του διαδικτύου σε σχέση με το 2004, ενώ φαίνεται να έχει μειωθεί ο ρόλος των κριτικών και των διαφημίσεων στον Τύπο.

Αναφορικά με τη λιανική εμπορική διακίνηση του βιβλίου, η έρευνα του 2010 έδειξε πως τόσο σε ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία όσο και σε αλυσίδες βιβλιοπωλείων ξοδεύουν 11,6 ευρώ τον μήνα κατά άτομο οι αναγνώστες (19,9 ευρώ οι συστηματικοί, δηλαδή όσοι διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το έτος).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σχέση της βιβλιανάγνωσης με τις υπόλοιπες πολιτιστικές πρακτικές. Βιβλίο και τηλεόραση έχουν αντίστροφη σχέση, σε ευθεία σχέση βρίσκεται όμως το βιβλίο με δραστηριότητες, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο, οι συναυλίες, τα ταξίδια.

Η οικονομική κρίση σίγουρα έχει αφήσει τα ίχνη της στις πολιτιστικές δραστηριότητες σε Ελλάδα και Κύπρο. Το βιβλίο θεωρείται λανθασμένα από την πλειονότητα των πολιτών πολυτέλεια και ακριβό πολιτιστικό αγαθό, ακριβώς γιατί δεν το αγαπά, παρά το ταυτίζει με την «ανάγνωση -καταναγκασμό» με σκοπό τη σχολική και επαγγελματική αξία και όχι με την «ανάγνωση -απόλαυση» που επιτρέπει στον καθένα «να βρει τον εαυτό του μέσα από τη μαγική παρακαμπτήριο του φαντασιακού», κατά τον επιτυχή ορισμό του διττού ρόλου της ανάγνωσης από τον Francois de Singly («Το βιβλίο και η κατασκευή της ταυτότητας» στο ‘Μαίρη Λεοντσίνη, Όψεις της Ανάγνωσης’).


Δανεισμός αντί αγορά

 Η έρευνα του ΕΚΕΒΙ του 2010 δείχνει πως αυξάνεται ο δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και από τις βιβλιοθήκες σε σύγκριση με την αγορά βιβλίων. Σε ό,τι αφορά τις πολιτιστικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν οι αναγνώστες, παρατηρείται μείωση της συμμετοχής σε δραστηριότητες του λεγόμενου «υψηλού» πολιτιστικού προφίλ (όπερα και συναυλίες κλασικής μουσικής, παρουσιάσεις βιβλίων, επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους). Η έλλειψη ρευστότητας λόγω μείωσης λιανικών πωλήσεων και παραγγελιών στην αγορά του βιβλίου διαμορφώνει έναν φαύλο κύκλο στην ελλαδική και την κυπριακή αγορά.

Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο αποτέλεσε το πρώτο Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης, σηματοδοτώντας την αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή, τη διακίνηση και την κατανάλωση της γνώσης και της ψυχαγωγίας, τόσο κατά τον 15ο αιώνα με την τυπογραφική πρέσα του Γουτεμβέργιου όσο και κατά το 18ο αιώνα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Συμβάδισε με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής παιδείας και με την επέκταση του εναλφαβητισμού, του δημοκρατικού πολιτεύματος και του εκσυγχρονισμού. Σήμερα, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ουσιαστική γνώση και μελέτη της πραγματικότητας και του εαυτού, μέσα στην κρίση αξιών, ταυτότητας, πολιτικής και κοινωνίας.

πηγή: http://www.parathyro.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου