Όμως η Εκκλησία δεν είναι χώρος τελείων, αλλά σώμα που αποτελείται από μέλη που θέλουν να αγιαστούνε. Ανθρώπους που έχουν τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, που αγωνίζονται, που πέφτουν, που σηκώνονται, που έχουν το εγώ τους και τον πειρασμό να τους ταλαιπωρεί. Κάποτε ηττώνται. Όμως δεν μένουν στην ήττα τους. Παλεύουν να βρούνε λύσεις σύμφωνα με τα κριτήρια της αγάπης. Δεν μένουν στο γογγυσμό, στην γκρίνια δηλαδή και την μεμψιμοιρία που ταλαιπωρεί πολλούς. Διότι ο γογγυσμός έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να διαμαρτύρεται διότι δε βρίσκει τα πράγματα όπως τα θέλει. Όποιος εμμένει στον γογγυσμό μάλιστα στην ουσία δείχνει ότι αναπαύεται στην μη επίλυση των προβλημάτων διότι δε θέλει να παλέψει γι’ αυτήν αλλά ούτε και είναι πρόθυμος να υπομείνει, να συγχωρήσει, να ανεχτεί. Η Εκκλησία όμως ζητά από τους ανθρώπους να πορεύονται με ειλικρίνεια, αλλά και διάθεση να συνυπάρξουν και όχι να τονίζουν τις διαφορές τους.
Η πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των Ιεροσολύμων, μολονότι είχε τα χαρακτηριστικά της αγάπης, της κοινοκτημοσύνης, του ενθουσιασμού για την πίστη, της απόλυτης ενότητας, γρήγορα άρχισε να αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες. Τον γογγυσμό. Οι ελληνόφωνοι παραπονιούνταν για τους εβραιόφωνους, διότι οι τελευταίοι, που είχαν την ευθύνη για την διανομή των τροφίμων, αδικούσαν στην μοιρασιά τις χήρες που προέρχονταν από τις ελληνόφωνες οικογένειες. «Εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών» (Πράξ. 6,1). Το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου. Η τροφή. Ακόμη και το θαύμα της πίστης κινδυνεύει από την ανάγκη του ανθρώπου να φάει. Και όχι μόνο. Από την ανάγκη του ανθρώπου να βρει δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην τροφή. Η επιβίωση μπαίνει πιο πάνω από την αγάπη. Κάποτε και η απληστία. Στην περίπτωση των πρώτων χριστιανών μπαίνει ο εθνικισμός. Η διαφορετικότητα. Η αίσθηση ότι οι ελληνόφωνοι δεν είναι τόσο δικοί μας όσο οι εβραιόφωνοι. Και γίνονται διακρίσεις, οι οποίες απειλούν την ενότητα. Απειλούν και το έργο των αποστόλων, οι οποίοι πιέζονται να εγκαταλείψουν το έργο του Θεού και να διακονούν τις διανομές των τροφίμων. Αυτό που πηγάζει από την αγάπη και την ενότητα και είναι σημείο της, απειλεί να υποσκάψει και να διαλύσει την κοινότητα. Από σημείο γίνεται σημαία.
Γιατί όμως αυτή η παραθεώρηση;
Προφανώς και δεν φταίει η πίστη. Eίναι όμως δεδομένο ότι η πίστη στην πρώτη Εκκλησία δεν ήταν εκ φύσεως στους ανθρώπους, αλλά εξ επιλογής. Δεν είχαν μεγαλώσει μ’ αυτήν, αλλά την βρήκαν στην πορεία της ζωής τους. Ήταν διαμορφωμένες οι προσωπικότητες, οι ανάγκες τους, ο τρόπος τους. Η πίστη έρχεται να δώσει μία νέα αφετηρία στη ζωή τους. Έχοντας συναντήσει τον Χριστό καλούνται να ξαναχτίσουν τον εαυτό τους. Και δεν αρκεί ο ενθουσιασμός. Χρειάζεται πνευματική εργασία, για να φύγει ο παλαιός άνθρωπος. Διότι σημάδι του παλαιού ανθρώπου είναι τόσο η έγνοια για επιβίωση όσο και ο χωρισμός των ανθρώπων σε οικείους και ξένους. Σημάδι της πίστης είναι η κοινωνία με τον Χριστό ως Άρτο της Ζωής και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, όπως επίσης και η ενότητα που καταργεί κάθε διαχωρισμό. Αν ο Χριστός είναι η προτεραιότητα, τότε η πίστη νικά και τον πειρασμό. Στην περίπτωση της πρώτης Εκκλησίας αυτό δεν κατέστη τελικά εφικτό και γι’ αυτό οι απόστολοι προχωρούν στην πρακτική επίλυση των προβλημάτων, δίδοντας στην Εκκλησία θεσμούς, όπως αυτός των επτά διακόνων, οι οποίοι θα μεριμνούν για την δικαιοσύνη στο ζήτημα της επιβίωσης και δια της αυθεντίας που προήλθε από την δημοκρατική εκλογή θα διασφαλίσουν την ενότητα.
Η κίνηση αυτή δείχνει τη συγκατάβαση της πίστης στην ανθρώπινη αδυναμία. Δεν προσποιούνται οι απόστολοι ότι δεν είναι σημαντικό το πρόβλημα, ούτε ζούνε σε έναν ιδανικό κόσμο. Ξέρουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν πολύ για να νικήσουν τον παλαιό εαυτό τους. Γι’ αυτό και δείχνουν τι είναι σημαντικό και τι όχι, αλλά και λύνουν το πρόβλημα. Ο αγώνας όμως η πίστη να είναι πιο πάνω από την ανάγκη δεν σταματά. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ήξερε ότι απευθύνεται στον άνθρωπο. Αυτόν που νικιέται από τους πειρασμούς. Αυτόν που έχει οριοθετήσει την ύπαρξή του με τέτοιον τρόπο ώστε να προηγείται ο εαυτός του και μετά να ακολουθεί η σχέση με τον Θεό. Και ο Χριστός δια της Εκκλησίας συγκαταβαίνει, αλλά και δείχνει την αλήθεια.
Τι γίνεται με μας, οι οποίοι αποκτήσαμε την πίστη από την αρχή της ζωής μας και όχι από μεταστροφή; Πόσο έχουμε απελευθερωθεί από τον παλαιό εαυτό μας; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Οι περισσότεροι από εμάς πάλι τις δικές μας ανάγκες και τη διαφορετικότητα, τα δικαιώματά μας τονίζουμε. Κι ενώ η πίστη μας δείχνει τον δρόμο της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό, τον δρόμο της αγάπης και της αιωνιότητας, εμείς ασχολούμαστε πρωτίστως με την απολλυμένη βρώση και την εξουσία του εγώ μας και των όσων είναι με μας. Γι’ αυτό χρειάζεται να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία, ακόμη κι ως θεσμό. Την Εκκλησία η οποία αγιάζεται και αγιάζει. Να μην χρησιμοποιούμε ως πρόφαση την απουσία τελειότητας των άλλων, αλλά με ταπείνωση να παραμένουμε ενταγμένοι σ’ Αυτήν και με εμπιστοσύνη στους θεσμούς της, αλλά και με υπομονή να βρίσκουμε την προτεραιότητά μας.
Η αγωνία όλων μας είναι η Εκκλησία να μην υποταχθεί στο θεσμοποιημένο πρόγραμμα διακονίας των αναγκών της επιβίωσης, ούτε να νικηθεί από το αίσθημα ότι κάποιοι είναι πιο οικείοι, πιο άγιοι, πιο ξεχωριστοί από κάποιους άλλους. Από το πνεύμα της υπεροχής, της εξουσίας, της διάσπασης, το οποίο προκαλεί γογγυσμό και παγιδεύει τους ανθρώπους. Η αγωνία και η προσευχή όλων είναι η Εκκλησία να συνεχίσει τον αποστολικό δρόμο. Ρεαλισμός, αγάπη και την ίδια στιγμή κατάδειξη της προτεραιότητας. Της μοναδικότητας της κοινωνίας με το πρόσωπο του Αναστημένου Χριστού στην πνευματική ζωή της πίστης, της υπέρβασης του παλαιού ανθρώπου και της υπομονής και της συγχωρητικότητας έναντι αυτών που δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Κατανόησης στον γογγυσμό τους, αλλά και ειλικρίνεια και απόφαση να μη χάσουμε τον δρόμο προς την Αλήθεια. Για να μη νικά ο γογγυσμός, αλλά η διάθεση για ενότητα και ζωή με την όντως Ζωή.
Οι άνθρωποι ζητούμε από χώρους όπως η Εκκλησία την τελειότητα. Να ακολουθούν τα δικά μας θέλω, τα δικά μας πρότυπα, να μην υπάρχει ψεγάδι στον τρόπο που λειτουργούν. Κι αν μάλιστα βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, κουνούμε περιφρονητικά το κεφάλι και λέμε ότι αν στον χώρο της υποτιθέμενης τελειότητος, καθώς η Εκκλησία για τους πολλούς είναι ο εκφραστής της τελειότητας του Θεού και επομένως και αυτή πρέπει να είναι τέλεια, υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να ακολουθούν οι υπόλοιποι άνθρωποι έναν θεσμό που δεν μπορεί να μεταμορφώσει τους οικείους του.
ΠΗΓΗ: http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου